- παραβλητικός
- παραβλητικόςemploying comparisonsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραβλητικός — ή, όν, Α [παραβλητός] 1. αυτός που παραβάλλει, που συγκρίνει 2. γραμμ. συγκριτικός. επίρρ... παραβλητικῶς Α 1. συγκριτικά 2. παράλληλα … Dictionary of Greek
παραβλητικόν — παραβλητικός employing comparisons masc acc sg παραβλητικός employing comparisons neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλητικοῖς — παραβλητικός employing comparisons masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλητικῶς — παραβλητικός employing comparisons adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)